περισκυθίζω

περισκυθίζω
ΜΑ
γδέρνω, αφαιρώ το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής κατά τον τρόπο τών Σκυθών, με σκοπό τον βασανισμό τού θύματος («προσέταξε γλωσσοτομεῑν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν», ΠΔ)
2. παθ. περισκυθίζομαι
κάνω εγχείρηση για να αφαιρέσω το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής
3. (με αισχρή σημ.) απογυμνώνω («σὸν κέρας Οὐδιάδης περισκυθίσαι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σκυθίζω «φέρομαι όπως οι Σκύθες, ξυρίζω το κεφάλι κατά τον τρόπο τών Σκυθών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περισκυθίσαι — περισκυθίζω scalp in Scythian fashion aor inf act περισκυθίσαῑ , περισκυθίζω scalp in Scythian fashion aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκυθίσαντας — περισκυθίζω scalp in Scythian fashion aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκυθίσαντες — περισκυθίζω scalp in Scythian fashion aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκυθισμός — ὁ, Α [περισκυθίζω] η αφαίρεση τού τριχωτού δέρματος τής κεφαλής με εγχείρηση …   Dictionary of Greek

  • περισκυθιστής — ὁ, Α [περισκυθίζω] 1. βασανιστής που αφαιρούσε το τριχωτό μέρος τού δέρματος τής κεφαλής, γδάρτης 2. γιατρός που εκτελούσε την εγχείρηση τής αφαίρεσης τού τριχωτού μέρους τού δέρματος τής κεφαλής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”