- περισκυθίζω
- ΜΑγδέρνω, αφαιρώ το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής κατά τον τρόπο τών Σκυθών, με σκοπό τον βασανισμό τού θύματος («προσέταξε γλωσσοτομεῑν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν», ΠΔ)2. παθ. περισκυθίζομαικάνω εγχείρηση για να αφαιρέσω το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής3. (με αισχρή σημ.) απογυμνώνω («σὸν κέρας Οὐδιάδης περισκυθίσαι», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σκυθίζω «φέρομαι όπως οι Σκύθες, ξυρίζω το κεφάλι κατά τον τρόπο τών Σκυθών»].
Dictionary of Greek. 2013.